κονιορτούς

κονιορτούς
κονιορτός
dust raised
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμογκ — (smog). Διεθνής όρος που προέρχεται από τη σύντμηση των αγγλικών λέξεων smoke (=καπνός) και fog (=ομίχλη) και υποδηλώνει το φαινόμενο που εκδηλώνεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, όταν συνυπάρχουν μια υψηλή συγκέντρωση ρυπαντικών παραγόντων και μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”